φαεινός — shining masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαεινός — ή, ό / φαεινός, ή, όν, ΝΜΑ, και δωρ. και αττ. τ. φαεννός και αττ. τ. φανός, και αιολ. τ. φάεννος, Α 1. φωτεινός, λαμπερός («ἀστέρα φαεινότατον», Πρόδρ.) 2. λαμπρός, έξοχος, θαυμάσιος («φαεινή ιδέα») νεοελλ. φρ. «ηλίου φαεινότερον» λέγεται για… … Dictionary of Greek
φαεινά — φαεινός shining neut nom/voc/acc pl φαεινά̱ , φαεινός shining fem nom/voc/acc dual φαεινά̱ , φαεινός shining fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαεινότερον — φαεινός shining adverbial comp φαεινός shining masc acc comp sg φαεινός shining neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαεννά — φαεινός shining neut nom/voc/acc pl (attic doric) φαεννά̱ , φαεινός shining fem nom/voc/acc dual (attic doric) φαεννά̱ , φαεινός shining fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαεινοτάτων — φαεινός shining fem gen superl pl φαεινός shining masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαεινῶν — φαεινός shining fem gen pl φαεινός shining masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαεινόν — φαεινός shining masc acc sg φαεινός shining neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαεινότατον — φαεινός shining masc acc superl sg φαεινός shining neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαεννόν — φαεινός shining masc acc sg (attic doric) φαεινός shining neut nom/voc/acc sg (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαεννότατον — φαεινός shining masc acc superl sg (attic doric) φαεινός shining neut nom/voc/acc superl sg (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)