φαεινος

φαεινος
    φαεινός
    φᾰεινός
    дор. φᾰεννός 3
    1) сияющий, блистающий, яркий
    

(πῦρ, Ἠώς, σελήνη, χαλκός, ἀσπίς, πέπλος, ὄμμα, πλόκαμοι Hom.; ἄστρον, νᾶσος Pind.; οὐρανοῦ πτύχες Eur.)

    2) ясный, внятный, громкий
    

(ὄψ Pind.)

    3) блистательный, славный
    

(ἀρεταί Pind.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φαεινος" в других словарях:

  • φαεινός — shining masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαεινός — ή, ό / φαεινός, ή, όν, ΝΜΑ, και δωρ. και αττ. τ. φαεννός και αττ. τ. φανός, και αιολ. τ. φάεννος, Α 1. φωτεινός, λαμπερός («ἀστέρα φαεινότατον», Πρόδρ.) 2. λαμπρός, έξοχος, θαυμάσιος («φαεινή ιδέα») νεοελλ. φρ. «ηλίου φαεινότερον» λέγεται για… …   Dictionary of Greek

  • φαεινά — φαεινός shining neut nom/voc/acc pl φαεινά̱ , φαεινός shining fem nom/voc/acc dual φαεινά̱ , φαεινός shining fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαεινότερον — φαεινός shining adverbial comp φαεινός shining masc acc comp sg φαεινός shining neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαεννά — φαεινός shining neut nom/voc/acc pl (attic doric) φαεννά̱ , φαεινός shining fem nom/voc/acc dual (attic doric) φαεννά̱ , φαεινός shining fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαεινοτάτων — φαεινός shining fem gen superl pl φαεινός shining masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαεινῶν — φαεινός shining fem gen pl φαεινός shining masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαεινόν — φαεινός shining masc acc sg φαεινός shining neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαεινότατον — φαεινός shining masc acc superl sg φαεινός shining neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαεννόν — φαεινός shining masc acc sg (attic doric) φαεινός shining neut nom/voc/acc sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαεννότατον — φαεινός shining masc acc superl sg (attic doric) φαεινός shining neut nom/voc/acc superl sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»